- Ἐρασίστρατον
- Ἐρασίστρατοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσλογίζομαι — Α [λογίζομαι] 1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον 2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.) 3. παίρνω υπ όψιν μου και κάτι ακόμη 4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον… … Dictionary of Greek